1. Λέξη
    άδικα (επίρρημα) - (παρόμοια: άδικος)
  2. Συνώνυμα
    • αθέμιτα
    • αδίκως
    2
  3. Αντώνυμα
    • δίκαια
    • δικαίως
    2
  4. Ορισμός
    • Χωρίς δικαιοσύνη ή δίκαιη αιτιολογία.
    • Με τρόπο που δεν είναι δίκαιος ή δικαιολογημένος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Τον κατηγόρησαν άδικα για την καταστροφή.
    • Έχασε τη δουλειά του άδικα, χωρίς να φταίει σε τίποτα.
    2