Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
άδικα (επίρρημα) - (παρόμοια:
άδικος
)
Συνώνυμα
αθέμιτα
αδίκως
2
Αντώνυμα
δίκαια
δικαίως
2
Ορισμός
Χωρίς δικαιοσύνη ή δίκαιη αιτιολογία.
Με τρόπο που δεν είναι δίκαιος ή δικαιολογημένος.
2
Παραδείγματα
Τον κατηγόρησαν άδικα για την καταστροφή.
Έχασε τη δουλειά του άδικα, χωρίς να φταίει σε τίποτα.
2