Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
άντεχα (ρήμα) - (παρόμοια:
αναπάντεχα
)
Συνώνυμα
αντέχω
υπομένω
αντιμετωπίζω
3
Αντώνυμα
εγκαταλείπω
παραιτούμαι
υποχωρώ
3
Ορισμός
Να έχω τη δύναμη ή την υπομονή να συνεχίσω κάτι παρά τις δυσκολίες.
Να αντέχω κάτι δυσάρεστο ή δύσκολο χωρίς να παραιτούμαι.
2
Παραδείγματα
Πρέπει να αντεξεις λίγο ακόμα, σχεδόν τελειώσαμε.
Δεν μπορώ να αντεξω άλλο τη ζέστη.
2