1. Λέξη
    άσθμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: άσμα)
  2. Συνώνυμα
    • πνευμονική διαταραχή
    • αναπνευστική δυσχέρεια
    2
  3. Αντώνυμα
    • ευεξία
    • υγιής αναπνοή
    2
  4. Ορισμός
    • Μια χρόνια φλεγμονώδης πάθηση των αεραγωγών που χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενες επιθέσεις βήχα, σφύξης και δύσπνοιας.
    • Μια ιατρική κατάσταση που προκαλεί δυσκολία στην αναπνοή λόγω στενώσεως των βρογχικών σωλήνων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το άσθμα του επιδεινώθηκε λόγω της υγρασίας.
    • Χρειάζεται να κουβαλάει πάντα το εισπνευστήρα του λόγω του άσθματος.
    2