Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
άσθμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
άσμα
)
Συνώνυμα
πνευμονική διαταραχή
αναπνευστική δυσχέρεια
2
Αντώνυμα
ευεξία
υγιής αναπνοή
2
Ορισμός
Μια χρόνια φλεγμονώδης πάθηση των αεραγωγών που χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενες επιθέσεις βήχα, σφύξης και δύσπνοιας.
Μια ιατρική κατάσταση που προκαλεί δυσκολία στην αναπνοή λόγω στενώσεως των βρογχικών σωλήνων.
2
Παραδείγματα
Το άσθμα του επιδεινώθηκε λόγω της υγρασίας.
Χρειάζεται να κουβαλάει πάντα το εισπνευστήρα του λόγω του άσθματος.
2