Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
άστρο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
άστρα
-
κάστρο
-
άστριντ
)
Συνώνυμα
αστέρι
ουρανίο
φωτεινό σώμα
3
Αντώνυμα
σκοτάδι
σκότος
2
Ορισμός
Ένα φωτεινό σώμα που φαίνεται στον νυχτερινό ουρανό.
Κάθε ουράνιο σώμα που εκπέμπει φως, όπως ο Ήλιος ή τα αστέρια.
Σύμβολο ή πρότυπο που λάμπει για την κοινωνία.
3
Παραδείγματα
Το βράδυ, τα άστρα λάμπουν στον ουρανό.
Ο Ήλιος είναι το κοντινότερο άστρο στη Γη.
Η ηθοποιός έγινε άστρο του κινηματογράφου.
3