-
Λέξη
άτι (-) - (παρόμοια:
άτιμος)
-
2
-
2
-
Ορισμός
- Αόριστη αντωνυμία που χρησιμοποιείται για να δηλώσει ένα απροσδιόριστο αντικείμενο ή πράγμα.
- Λέξη που δηλώνει κάτι αόριστο ή μη συγκεκριμένο.
2
-
Παραδείγματα
- Άκουσα άτι που με ενόχλησε.
- Μου είπε άτι που δεν το κατάλαβα καλά.
2