-
-
Συνώνυμα
- θαρραλέος
- ατρεκής
- ατειρής
3
-
Αντώνυμα
- δειλός
- φοβισμένος
- διστακτικός
3
-
Ορισμός
- Που δεν φοβάται, που δείχνει θάρρος και γενναιότητα.
- Που χαρακτηρίζεται από έλλειψη φόβου ή δισταγμού.
2
-
Παραδείγματα
- Ο ατρόμητος πολεμιστής προχώρησε μπροστά χωρίς δισταγμό.
- Η ατρόμητη πράξη της σωτηρίας του παιδιού εντυπωσίασε όλους.
2