1. Λέξη
    έκσταση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: έκταση - ένσταση - έκβαση - ένταση)
  2. Συνώνυμα
    • ενθουσιασμός
    • αγαλλίαση
    • διαχυσις
    • ευφορία
    4
  3. Αντώνυμα
    • απάθεια
    • κατάθλιψη
    • αδιαφορία
    • μελαγχολία
    4
  4. Ορισμός
    • Μια έντονη κατάσταση συναισθηματικής ή πνευματικής διέγερσης.
    • Μια αίσθηση μεγάλης ευτυχίας ή ενθουσιασμού.
    • Μια θρησκευτική ή μυστικιστική εμπειρία υπερβατικής φύσης.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η μουσική του τον οδήγησε σε μια κατάσταση έκστασης.
    • Η έκσταση της νίκης ήταν ασύγκριτη.
    • Οι πιστοί βίωσαν έκσταση κατά τη θρησκευτική τελετή.
    3