Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
έκσταση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
έκταση
-
ένσταση
-
έκβαση
-
ένταση
)
Συνώνυμα
ενθουσιασμός
αγαλλίαση
διαχυσις
ευφορία
4
Αντώνυμα
απάθεια
κατάθλιψη
αδιαφορία
μελαγχολία
4
Ορισμός
Μια έντονη κατάσταση συναισθηματικής ή πνευματικής διέγερσης.
Μια αίσθηση μεγάλης ευτυχίας ή ενθουσιασμού.
Μια θρησκευτική ή μυστικιστική εμπειρία υπερβατικής φύσης.
3
Παραδείγματα
Η μουσική του τον οδήγησε σε μια κατάσταση έκστασης.
Η έκσταση της νίκης ήταν ασύγκριτη.
Οι πιστοί βίωσαν έκσταση κατά τη θρησκευτική τελετή.
3