1. Λέξη
    ίντριγκα (ουσιαστικό)
  2. Συνώνυμα
    • καπέλο
    • σκούφος
    • περικεφαλαία
    3
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Είδος καπέλου με στενή γύρω άκρη.
    • Μεταφορικά, κάθε είδος καπέλου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Φόρεσε μια άσπρη ίντριγκα για να προστατευτεί από τον ήλιο.
    • Η ίντριγκα του έδινε μια κομψή εμφάνιση.
    2