-
Λέξη
ίντριγκα (ουσιαστικό)
-
Συνώνυμα
- καπέλο
- σκούφος
- περικεφαλαία
3
-
0
-
Ορισμός
- Είδος καπέλου με στενή γύρω άκρη.
- Μεταφορικά, κάθε είδος καπέλου.
2
-
Παραδείγματα
- Φόρεσε μια άσπρη ίντριγκα για να προστατευτεί από τον ήλιο.
- Η ίντριγκα του έδινε μια κομψή εμφάνιση.
2