Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αβάσιμη (επίθετο) - (παρόμοια:
αβάσιμος
)
Συνώνυμα
αβάσιμη
αστήρικτη
αδικαιολόγητη
3
Αντώνυμα
βάσιμη
στήριγμένη
τεκμηριωμένη
3
Ορισμός
που δεν στηρίζεται σε βάσιμα επιχειρήματα ή στοιχεία
που δεν έχει επαρκή στήριξη ή τεκμηρίωση
2
Παραδείγματα
Η κατηγορία του ήταν εντελώς αβάσιμη και δεν είχε καμία απόδειξη.
Απορρίφθηκε η αβάσιμη διεκδίκησή τους, καθώς δεν υπήρχαν στοιχεία που να την υποστηρίζουν.
2