1. Λέξη
    αβάσιμη (επίθετο) - (παρόμοια: αβάσιμος)
  2. Συνώνυμα
    • αβάσιμη
    • αστήρικτη
    • αδικαιολόγητη
    3
  3. Αντώνυμα
    • βάσιμη
    • στήριγμένη
    • τεκμηριωμένη
    3
  4. Ορισμός
    • που δεν στηρίζεται σε βάσιμα επιχειρήματα ή στοιχεία
    • που δεν έχει επαρκή στήριξη ή τεκμηρίωση
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η κατηγορία του ήταν εντελώς αβάσιμη και δεν είχε καμία απόδειξη.
    • Απορρίφθηκε η αβάσιμη διεκδίκησή τους, καθώς δεν υπήρχαν στοιχεία που να την υποστηρίζουν.
    2