Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αγανάκτηση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ανάκτηση
)
Συνώνυμα
οργή
θυμός
εκνευρισμός
αγανάκτηση
4
Αντώνυμα
ηρεμία
ψυχραιμία
γλυκύτητα
χαλάρωση
4
Ορισμός
Έντονο συναίσθημα θυμού ή δυσαρέσκειας που προκαλείται από μια αδικία ή μια ανεπιθύμητη κατάσταση.
Η έκφραση δυσαρέσκειας ή αντίστασης σε μια κατάσταση ή πράξη που θεωρείται άδικη.
2
Παραδείγματα
Η αγανάκτηση του κόσμου για την αύξηση των τιμών ήταν εμφανής στις διαδηλώσεις.
Ένιωσε βαθιά αγανάκτηση όταν ανακάλυψε την αδικία που του είχε γίνει.
2