1. Λέξη
    αγανάκτηση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ανάκτηση)
  2. Συνώνυμα
    • οργή
    • θυμός
    • εκνευρισμός
    • αγανάκτηση
    4
  3. Αντώνυμα
    • ηρεμία
    • ψυχραιμία
    • γλυκύτητα
    • χαλάρωση
    4
  4. Ορισμός
    • Έντονο συναίσθημα θυμού ή δυσαρέσκειας που προκαλείται από μια αδικία ή μια ανεπιθύμητη κατάσταση.
    • Η έκφραση δυσαρέσκειας ή αντίστασης σε μια κατάσταση ή πράξη που θεωρείται άδικη.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η αγανάκτηση του κόσμου για την αύξηση των τιμών ήταν εμφανής στις διαδηλώσεις.
    • Ένιωσε βαθιά αγανάκτηση όταν ανακάλυψε την αδικία που του είχε γίνει.
    2