Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αγγείο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αγγελία
)
Συνώνυμα
δόχειο
σκεύος
δοχείο
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Ένα αντικείμενο που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση ή τη μεταφορά υγρών ή άλλων ουσιών.
Στη βιολογία, ένα μικρό σωληνάριο που μεταφέρει αίμα ή άλλα υγρά σε ζωντανούς οργανισμούς.
2
Παραδείγματα
Το αγγείο στο τραπέζι ήταν γεμάτο με νερό.
Τα αιμοφόρα αγγεία μεταφέρουν οξυγόνο σε όλο το σώμα.
2