1. Λέξη
    αγγείο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αγγελία)
  2. Συνώνυμα
    • δόχειο
    • σκεύος
    • δοχείο
    3
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Ένα αντικείμενο που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση ή τη μεταφορά υγρών ή άλλων ουσιών.
    • Στη βιολογία, ένα μικρό σωληνάριο που μεταφέρει αίμα ή άλλα υγρά σε ζωντανούς οργανισμούς.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το αγγείο στο τραπέζι ήταν γεμάτο με νερό.
    • Τα αιμοφόρα αγγεία μεταφέρουν οξυγόνο σε όλο το σώμα.
    2