1. Λέξη
    αγελάδα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: γελάδα)
  2. Συνώνυμα
    • βοδινό
    • βόδι
    2
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Γενικό όνομα για το θηλυκό του βοδιού, ζώο της οικογένειας των βοοειδών που εκτρέφεται για το γάλα και το κρέας του.
    • Συμβολικά, χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι αργός ή ανόητος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η αγελάδα βόσκησε στο λιβάδι όλη την ημέρα.
    • Μην είσαι τόσο αγελάδα, προσπάθησε να καταλάβεις τι σου λέω.
    2