Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αγελάδα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
γελάδα
)
Συνώνυμα
βοδινό
βόδι
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Γενικό όνομα για το θηλυκό του βοδιού, ζώο της οικογένειας των βοοειδών που εκτρέφεται για το γάλα και το κρέας του.
Συμβολικά, χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι αργός ή ανόητος.
2
Παραδείγματα
Η αγελάδα βόσκησε στο λιβάδι όλη την ημέρα.
Μην είσαι τόσο αγελάδα, προσπάθησε να καταλάβεις τι σου λέω.
2