Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αγνοήσω (ρήμα) - (παρόμοια:
αγνοώ
)
Συνώνυμα
παραβλέπω
αδιαφορώ
αψηφώ
3
Αντώνυμα
παρατηρώ
προσέχω
ενδιαφέρομαι
3
Ορισμός
Να μην δώσω σημασία σε κάτι ή κάποιον.
Να μην λάβω υπόψη μου μια πληροφορία ή ένα γεγονός.
Να μην ανταποκριθώ σε μια κλήση ή ένα μήνυμα.
3
Παραδείγματα
Αγνόησα τα σχόλιά του γιατί ήξερα ότι ήταν αβάσιμα.
Δεν μπορείς να αγνοήσεις τις οδηγίες του γιατρού σου.
Αγνόησε το τηλεφώνημα της, κάτι που την πλήγωσε βαθιά.
3