1. Λέξη
    αγνοήσω (ρήμα) - (παρόμοια: αγνοώ)
  2. Συνώνυμα
    • παραβλέπω
    • αδιαφορώ
    • αψηφώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • παρατηρώ
    • προσέχω
    • ενδιαφέρομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Να μην δώσω σημασία σε κάτι ή κάποιον.
    • Να μην λάβω υπόψη μου μια πληροφορία ή ένα γεγονός.
    • Να μην ανταποκριθώ σε μια κλήση ή ένα μήνυμα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Αγνόησα τα σχόλιά του γιατί ήξερα ότι ήταν αβάσιμα.
    • Δεν μπορείς να αγνοήσεις τις οδηγίες του γιατρού σου.
    • Αγνόησε το τηλεφώνημα της, κάτι που την πλήγωσε βαθιά.
    3