1. Λέξη
    αγροικία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αποικία - οικία)
  2. Συνώνυμα
    • αγροτόσπιτο
    • αγροικιό
    • αγροτεμάχιο
    3
  3. Αντώνυμα
    • πολυκατοικία
    • πολεοδομική περιοχή
    • αστικό κέντρο
    3
  4. Ορισμός
    • Μικρή κατοικία σε αγροτική περιοχή.
    • Απλό σπίτι σε εξοχικό χώρο.
    • Κτίσμα που χρησιμοποιείται για τη διαμονή σε αγροτικές περιοχές.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η αγροικία τους βρισκόταν στους πρόποδες του βουνού.
    • Πέρασε το καλοκαίρι του σε μια αγροικία στη Θεσσαλία.
    • Η παλιά αγροικία είχε μετατραπεί σε ξενώνα.
    3