Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αγροικία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αποικία
-
οικία
)
Συνώνυμα
αγροτόσπιτο
αγροικιό
αγροτεμάχιο
3
Αντώνυμα
πολυκατοικία
πολεοδομική περιοχή
αστικό κέντρο
3
Ορισμός
Μικρή κατοικία σε αγροτική περιοχή.
Απλό σπίτι σε εξοχικό χώρο.
Κτίσμα που χρησιμοποιείται για τη διαμονή σε αγροτικές περιοχές.
3
Παραδείγματα
Η αγροικία τους βρισκόταν στους πρόποδες του βουνού.
Πέρασε το καλοκαίρι του σε μια αγροικία στη Θεσσαλία.
Η παλιά αγροικία είχε μετατραπεί σε ξενώνα.
3