Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αγροτικό (επίθετο) - (παρόμοια:
αγροτικός
-
αποδοτικό
)
Συνώνυμα
αγροτικός
αγροκτηνοτροφικός
αγροτοπαραδοσιακός
3
Αντώνυμα
αστικός
πολεοδομικός
2
Ορισμός
Σχετικός με την ύπαιθρο ή τη γεωργία.
Χαρακτηριστικός της ζωής στην ύπαιθρο.
Απλός και λιτός, όπως συνηθίζεται στην ύπαιθρο.
3
Παραδείγματα
Το αγροτικό σπίτι ήταν περιτριγυρισμένο από χωράφια.
Η αγροτική ζωή έχει τη δική της γοητεία.
Έφτιαξε έναν αγροτικό πίνακα που απεικόνιζε τη ζωή στο χωριό.
3