Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αεροβόλο (επίθετο) - (παρόμοια:
πυροβόλο
)
Συνώνυμα
αεροπλανικό
αεροναυτικό
αεροπορικό
3
Αντώνυμα
χερσαίο
ναυτικό
υποβρύχιο
3
Ορισμός
Αυτό που αφορά ή σχετίζεται με την αεροπορία.
Αυτό που μπορεί να κινείται ή να λειτουργεί στον αέρα.
2
Παραδείγματα
Το αεροβόλο όπλο χρησιμοποιείται για αεροπορικές επιχειρήσεις.
Οι αεροβόλες δυνάμεις είναι κρίσιμες για την άμυνα του εναέριου χώρου.
2