1. Λέξη
    αισθάνομαι (ρήμα) - (παρόμοια: διαισθάνομαι - αισθάνονται - απεχθάνομαι - αυξάνομαι - χάνομαι)
  2. Συνώνυμα
    • νιώθω
    • αισθάνομαι
    • αντιλαμβάνομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • αναισθητοποιούμαι
    • αγνοώ
    2
  4. Ορισμός
    • Να έχω την ικανότητα να αντιλαμβάνομαι ή να βιώνω κάτι μέσω των αισθήσεων.
    • Να έχω μια συγκεκριμένη συναισθηματική εμπειρία ή αντίδραση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Αισθάνομαι κούραση μετά από τη μακρά διαδρομή.
    • Αισθάνθηκα μεγάλη χαρά όταν μου έδωσαν το δώρο.
    2