Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αισθάνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
διαισθάνομαι
-
αισθάνονται
-
απεχθάνομαι
-
αυξάνομαι
-
χάνομαι
)
Συνώνυμα
νιώθω
αισθάνομαι
αντιλαμβάνομαι
3
Αντώνυμα
αναισθητοποιούμαι
αγνοώ
2
Ορισμός
Να έχω την ικανότητα να αντιλαμβάνομαι ή να βιώνω κάτι μέσω των αισθήσεων.
Να έχω μια συγκεκριμένη συναισθηματική εμπειρία ή αντίδραση.
2
Παραδείγματα
Αισθάνομαι κούραση μετά από τη μακρά διαδρομή.
Αισθάνθηκα μεγάλη χαρά όταν μου έδωσαν το δώρο.
2