Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αισθητός (επίθετο) - (παρόμοια:
αισθητική
-
αισθητήρας
-
αισθησιακός
-
αισθηματικός
)
Συνώνυμα
ορατός
αντιληπτός
παρατηρήσιμος
3
Αντώνυμα
αόρατος
αθέατος
ακατάληπτος
3
Ορισμός
Που μπορεί να γίνει αντιληπτός με τις αισθήσεις.
Που είναι εμφανής ή εύκολα παρατηρήσιμος.
2
Παραδείγματα
Η διαφορά στη γεύση ήταν αισθητή.
Υπήρχε μια αισθητή βελτίωση στην απόδοσή του.
2