1. Λέξη
    αισθητός (επίθετο) - (παρόμοια: αισθητική - αισθητήρας - αισθησιακός - αισθηματικός)
  2. Συνώνυμα
    • ορατός
    • αντιληπτός
    • παρατηρήσιμος
    3
  3. Αντώνυμα
    • αόρατος
    • αθέατος
    • ακατάληπτος
    3
  4. Ορισμός
    • Που μπορεί να γίνει αντιληπτός με τις αισθήσεις.
    • Που είναι εμφανής ή εύκολα παρατηρήσιμος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η διαφορά στη γεύση ήταν αισθητή.
    • Υπήρχε μια αισθητή βελτίωση στην απόδοσή του.
    2