1. Λέξη
    αιτιολογία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αρχαιολογία - βιολογία - απολογία - αστρολογία - φυσιολογία - δικαιολογία)
  2. Συνώνυμα
    • εξήγηση
    • δικαιολογία
    • προσχήμα
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδικαιολόγητο
    • αναπόδεικτο
    2
  4. Ορισμός
    • Η διαδικασία ή το αποτέλεσμα της παροχής λόγων ή αιτιών για κάτι.
    • Η προσπάθεια να δικαιολογηθεί ή να εξηγηθεί μια πράξη ή μια κατάσταση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η αιτιολογία που έδωσε για την απουσία του δεν ήταν πειστική.
    • Συχνά χρησιμοποιούμε αιτιολογίες για να καλύψουμε τα λάθη μας.
    2