Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αιτιολογία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αρχαιολογία
-
βιολογία
-
απολογία
-
αστρολογία
-
φυσιολογία
-
δικαιολογία
)
Συνώνυμα
εξήγηση
δικαιολογία
προσχήμα
3
Αντώνυμα
αδικαιολόγητο
αναπόδεικτο
2
Ορισμός
Η διαδικασία ή το αποτέλεσμα της παροχής λόγων ή αιτιών για κάτι.
Η προσπάθεια να δικαιολογηθεί ή να εξηγηθεί μια πράξη ή μια κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Η αιτιολογία που έδωσε για την απουσία του δεν ήταν πειστική.
Συχνά χρησιμοποιούμε αιτιολογίες για να καλύψουμε τα λάθη μας.
2