Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ακολασία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ασία
-
ακολουθία
)
Συνώνυμα
ασωτία
αμέτρια
διαφθορά
3
Αντώνυμα
σωφροσύνη
εγκράτεια
μετριοπάθεια
3
Ορισμός
Η έλλειψη ελέγχου στις επιθυμίες και τις ορέξεις, ιδιαίτερα σε σχέση με τη σεξουαλική συμπεριφορά.
Η υπερβολική και ανεξέλεγκτη απόλαυση των απολαύσεων της ζωής.
2
Παραδείγματα
Η ακολασία του χαρακτήρα του τον οδήγησε σε πολλά προβλήματα.
Η ακολασία της εποχής εκδηλώθηκε με εξωφρενικές διασκεδάσεις.
2