1. Λέξη
    ακολασία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ασία - ακολουθία)
  2. Συνώνυμα
    • ασωτία
    • αμέτρια
    • διαφθορά
    3
  3. Αντώνυμα
    • σωφροσύνη
    • εγκράτεια
    • μετριοπάθεια
    3
  4. Ορισμός
    • Η έλλειψη ελέγχου στις επιθυμίες και τις ορέξεις, ιδιαίτερα σε σχέση με τη σεξουαλική συμπεριφορά.
    • Η υπερβολική και ανεξέλεγκτη απόλαυση των απολαύσεων της ζωής.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η ακολασία του χαρακτήρα του τον οδήγησε σε πολλά προβλήματα.
    • Η ακολασία της εποχής εκδηλώθηκε με εξωφρενικές διασκεδάσεις.
    2