1. Λέξη
    αλεξίσφαιρος (επίθετο) - (παρόμοια: αλεξίσφαιρο - άσφαιρος)
  2. Συνώνυμα
    • απρόσβλητος
    • ατρόμητος
    • ακλόνητος
    3
  3. Αντώνυμα
    • ευάλωτος
    • ευεπίθετος
    • ευαίσθητος
    3
  4. Ορισμός
    • Που δεν μπορεί να τραυματιστεί ή να πληγωθεί από σφαίρες.
    • Που είναι ανθεκτικός ή προστατευμένος από επιθέσεις ή κινδύνους.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο στρατιώτης φορούσε γιλέκο αλεξίσφαιρο για προστασία.
    • Το κτίριο ήταν κατασκευασμένο με αλεξίσφαιρα υλικά.
    2