Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αλεξίσφαιρος (επίθετο) - (παρόμοια:
αλεξίσφαιρο
-
άσφαιρος
)
Συνώνυμα
απρόσβλητος
ατρόμητος
ακλόνητος
3
Αντώνυμα
ευάλωτος
ευεπίθετος
ευαίσθητος
3
Ορισμός
Που δεν μπορεί να τραυματιστεί ή να πληγωθεί από σφαίρες.
Που είναι ανθεκτικός ή προστατευμένος από επιθέσεις ή κινδύνους.
2
Παραδείγματα
Ο στρατιώτης φορούσε γιλέκο αλεξίσφαιρο για προστασία.
Το κτίριο ήταν κατασκευασμένο με αλεξίσφαιρα υλικά.
2