1. Λέξη
    αλκοολισμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αλκοολικός)
  2. Συνώνυμα
    • μεθυλισμός
    • οινόπνευμα
    • εθισμός στο αλκοόλ
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποχή από το αλκοόλ
    • νηφαλιότητα
    2
  4. Ορισμός
    • Η κατάχρηση αλκοολούχων ποτών που οδηγεί σε σωματική και ψυχική εξάρτηση.
    • Μια χρόνια πάθηση που χαρακτηρίζεται από την ανεξέλεγκτη κατανάλωση αλκοόλ.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο αλκοολισμός μπορεί να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα υγείας.
    • Η θεραπεία για τον αλκοολισμό απαιτεί συχνά ψυχολογική υποστήριξη.
    2