Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αλκοολισμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αλκοολικός
)
Συνώνυμα
μεθυλισμός
οινόπνευμα
εθισμός στο αλκοόλ
3
Αντώνυμα
αποχή από το αλκοόλ
νηφαλιότητα
2
Ορισμός
Η κατάχρηση αλκοολούχων ποτών που οδηγεί σε σωματική και ψυχική εξάρτηση.
Μια χρόνια πάθηση που χαρακτηρίζεται από την ανεξέλεγκτη κατανάλωση αλκοόλ.
2
Παραδείγματα
Ο αλκοολισμός μπορεί να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα υγείας.
Η θεραπεία για τον αλκοολισμό απαιτεί συχνά ψυχολογική υποστήριξη.
2