Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αμφιθέατρο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
θέατρο
)
Συνώνυμα
θέατρο
αμφιθεατρική αίθουσα
θέατρο κλειστού χώρου
3
Αντώνυμα
ανοιχτός χώρος
εξωτερικός χώρος
2
Ορισμός
Κτιριακή κατασκευή ή χώρος με κλιμακωτά καθίσματα, σχεδιασμένος για παραστάσεις ή εκδηλώσεις.
Χώρος με ημικυκλική ή κυκλική διάταξη καθισμάτων, που χρησιμοποιείται για θεατρικές παραστάσεις, διαλέξεις κ.λπ.
2
Παραδείγματα
Το αμφιθέατρο του πανεπιστημίου ήταν γεμάτο κατά τη διάρκεια της διάλεξης.
Η παράσταση πραγματοποιήθηκε στο κεντρικό αμφιθέατρο της πόλης.
2