1. Λέξη
    ανάρρωση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ανάρτηση - ανάγνωση)
  2. Συνώνυμα
    • αναζωογόνηση
    • θεραπεία
    • ανακούφιση
    3
  3. Αντώνυμα
    • ασθένεια
    • πάθηση
    • κατάπτωση
    3
  4. Ορισμός
    • Η διαδικασία της επιστροφής σε καλή υγεία μετά από ασθένεια ή τραυματισμό.
    • Η βελτίωση της υγείας και της φυσικής κατάστασης μετά από μια περίοδο αδιαθεσίας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η ανάρρωσή του μετά την εγχείρηση πήγε πολύ καλά.
    • Ο γιατρός της συνέστησε πολλή ξεκούραση για γρήγορη ανάρρωση.
    2