Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανίκανος (επίθετο) - (παρόμοια:
ανίκητος
)
Συνώνυμα
αδύνατος
ανεπαρκής
άχρηστος
3
Αντώνυμα
ικανός
επαρκής
χρήσιμος
3
Ορισμός
Που δεν έχει την ικανότητα ή την ιδιότητα να κάνει κάτι.
Που δεν είναι κατάλληλος ή αρμόδιος για μια συγκεκριμένη δουλειά ή θέση.
2
Παραδείγματα
Ήταν ανίκανος να λύσει το πρόβλημα.
Ο υποψήφιος φάνηκε ανίκανος να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της θέσης.
2