1. Λέξη
    ανασκαφή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αναστροφή)
  2. Συνώνυμα
    • έρευνα
    • ανάσκαμμα
    • σκαψίματα
    3
  3. Αντώνυμα
    • κατασκευή
    • οικοδόμηση
    2
  4. Ορισμός
    • Η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σκάβματος για την αποκάλυψη αρχαιολογικών ευρημάτων.
    • Μια επιστημονική έρευνα που περιλαμβάνει σκάψιμο για την εύρεση ιστορικών ή προϊστορικών καταλοίπων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η ανασκαφή στο αρχαιολογικό χώρο αποκάλυψε νέα ευρήματα από τη ρωμαϊκή εποχή.
    • Οι αρχαιολόγοι ξεκίνησαν ανασκαφή για να μελετήσουν τα ερείπια της αρχαίας πόλης.
    2