Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανασκαφή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αναστροφή
)
Συνώνυμα
έρευνα
ανάσκαμμα
σκαψίματα
3
Αντώνυμα
κατασκευή
οικοδόμηση
2
Ορισμός
Η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σκάβματος για την αποκάλυψη αρχαιολογικών ευρημάτων.
Μια επιστημονική έρευνα που περιλαμβάνει σκάψιμο για την εύρεση ιστορικών ή προϊστορικών καταλοίπων.
2
Παραδείγματα
Η ανασκαφή στο αρχαιολογικό χώρο αποκάλυψε νέα ευρήματα από τη ρωμαϊκή εποχή.
Οι αρχαιολόγοι ξεκίνησαν ανασκαφή για να μελετήσουν τα ερείπια της αρχαίας πόλης.
2