Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανδρικό (επίθετο) - (παρόμοια:
ανδρικός
-
ανδρισμός
)
Συνώνυμα
αληθινός
γνήσιος
πραγματικός
3
Αντώνυμα
ψεύτικος
πλαστός
τεχνητός
3
Ορισμός
Που αντιστοιχεί στην πραγματικότητα ή στην αλήθεια.
Που δεν είναι ψεύτικο ή πλαστό.
Που χαρακτηρίζεται από ειλικρίνεια και ειλικρίνεια.
3
Παραδείγματα
Αυτό είναι ένα αληθινό περιστέρι.
Έχει αληθινό ενδιαφέρον για τη μουσική.
Οι αληθινές του προθέσεις ήταν εμφανείς.
3