Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανεύρυσμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ανεύρεση
)
Συνώνυμα
φουσκάλα
κύστη
εκτόπισμα
3
Αντώνυμα
επίπεδη επιφάνεια
κανονικό αγγείο
2
Ορισμός
Μια μη φυσιολογική διόγκωση ή προεξοχή του τοιχώματος ενός αγγείου, συνήθως μιας αρτηρίας, λόγω εξασθένησης του τοιχώματος.
Μια ανώμαλη δομή που μοιάζει με σάκο ή φουσκάλα και προεξέχει από ένα όργανο ή ιστό.
2
Παραδείγματα
Ο ασθενής διαγνώστηκε με ανεύρυσμα της αορτής.
Το ανεύρυσμα στον εγκέφαλο μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές επιπλοκές αν σπάσει.
2