Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανθρωπάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ανθρωπιά
-
ανθρωπίνως
-
ανθρωπιστής
-
ανθρωπότητα
-
ανθρωπολογία
-
ανθρωπολόγος
-
ανθρωποειδές
)
Συνώνυμα
μικρός άνθρωπος
νάνος
παιδάκι
3
Αντώνυμα
γίγαντας
τεράστιο άτομο
2
Ορισμός
Ένας μικρός σε μέγεθος ή ηλικία άνθρωπος.
Ένας άνθρωπος που χαρακτηρίζεται από αθωότητα ή αφέλεια.
2
Παραδείγματα
Το ανθρωπάκι έτρεχε στο πάρκο με τα άλλα παιδιά.
Μια φωνή από το ανθρωπάκι στο κρεβάτι ζήτησε να του διαβάσουμε μια ιστορία.
2