Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανορθόδοξος (επίθετο) - (παρόμοια:
αισιόδοξος
)
Συνώνυμα
ασυνήθιστος
παράδοξος
ασυνήθης
3
Αντώνυμα
ορθόδοξος
συμβατικός
παραδοσιακός
3
Ορισμός
Που αποκλίνει από τις καθιερωμένες απόψεις ή πρακτικές.
Που δεν ακολουθεί τις καθιερωμένες θρησκευτικές πεποιθήσεις.
2
Παραδείγματα
Ο ανορθόδοξος τρόπος σκέψης του τον έκανε να ανακαλύψει νέες λύσεις.
Η ανορθόδοξη προσέγγισή της στη θρησκεία προκάλεσε πολλές αντιδράσεις.
2