1. Λέξη
    ανοσία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ανοησία)
  2. Συνώνυμα
    • προστασία
    • άμβλωμα
    • άσυλο
    3
  3. Αντώνυμα
    • ευαισθησία
    • εκτίμηση
    2
  4. Ορισμός
    • Η ικανότητα του οργανισμού να αντιστέκεται σε λοιμώξεις ή ασθένειες.
    • Η απαλλαγή από κάποια υποχρέωση ή ποινή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η ανοσία που αναπτύσσει ο οργανισμός μετά από μια ασθένεια τον προστατεύει από μελλοντικές λοιμώξεις.
    • Οι διπλωμάτες απολαμβάνουν διπλωματικής ανοσίας.
    2