Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανοσία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ανοησία
)
Συνώνυμα
προστασία
άμβλωμα
άσυλο
3
Αντώνυμα
ευαισθησία
εκτίμηση
2
Ορισμός
Η ικανότητα του οργανισμού να αντιστέκεται σε λοιμώξεις ή ασθένειες.
Η απαλλαγή από κάποια υποχρέωση ή ποινή.
2
Παραδείγματα
Η ανοσία που αναπτύσσει ο οργανισμός μετά από μια ασθένεια τον προστατεύει από μελλοντικές λοιμώξεις.
Οι διπλωμάτες απολαμβάνουν διπλωματικής ανοσίας.
2