Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αντίθετος (επίθετο) - (παρόμοια:
αντίθετα
-
αντίθεση
-
αντίχριστος
)
Συνώνυμα
αντιφατικός
αντίστροφος
αντίθετος
3
Αντώνυμα
ομοιόμορφος
συμβατός
ταυτόσημος
3
Ορισμός
Εκφράζει κάτι που βρίσκεται σε αντίθεση ή αντιτίθεται σε κάτι άλλο.
Που έχει αντίθετες ιδιότητες ή χαρακτηριστικά.
2
Παραδείγματα
Η γνώμη του ήταν αντίθετη από τη δική μου.
Οι δύο ομάδες είχαν αντίθετες απόψεις για το θέμα.
2