Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απαγγελθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
απαγγελία
)
Συνώνυμα
ανακοινώνομαι
δηλώνομαι
αναφέρομαι
3
Αντώνυμα
σιωπώ
κρύβομαι
2
Ορισμός
Εκφράζω ή αναφέρω κάτι δημόσια ή επίσημα.
Αναγγέλλω κάτι με συγκεκριμένο τρόπο ή σε συγκεκριμένο πλαίσιο.
2
Παραδείγματα
Οι αποφάσεις του δικαστηρίου απαγγέλθηκαν με σοβαρότητα.
Οι κατηγορίες απαγγέλθηκαν εναντίον του κατηγορουμένου.
2