Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απαιτούμενος (επίθετο) - (παρόμοια:
κρατούμενος
-
αγνοούμενος
-
απαιτούνται
-
ηγούμενος
)
Συνώνυμα
αναγκαίος
επιβαλλόμενος
υποχρεωτικός
3
Αντώνυμα
προαιρετικός
μη υποχρεωτικός
2
Ορισμός
που απαιτείται ή ζητείται για ένα συγκεκριμένο σκοπό
που πρέπει να γίνει ή να πληρωθεί σύμφωνα με κανόνες ή νόμους
2
Παραδείγματα
Η παράδοση της εργασίας είναι απαιτούμενη μέχρι την Παρασκευή.
Τα απαιτούμενα έγγραφα για την αίτηση πρέπει να υποβληθούν έγκαιρα.
2