1. Λέξη
    απογοητεύσω (ρήμα) - (παρόμοια: απογοητεύω - απογοητεύομαι - απογοητευτικός - απογοητευμένος)
  2. Συνώνυμα
    • αποθαρρύνω
    • αποκαρδιώνω
    • απογοητεύω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ενθαρρύνω
    • εμψυχώνω
    • ευχαριστώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να προκαλέσω σε κάποιον αίσθημα απογοήτευσης ή αποθάρρυνσης.
    • Να μην ανταποκριθώ στις προσδοκίες κάποιου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Δεν θέλω να σε απογοητεύσω, αλλά δεν μπορώ να έρθω στο πάρτι.
    • Η απόδοσή του στο τεστ με απογοήτευσε πολύ.
    2