Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απογοητεύσω (ρήμα) - (παρόμοια:
απογοητεύω
-
απογοητεύομαι
-
απογοητευτικός
-
απογοητευμένος
)
Συνώνυμα
αποθαρρύνω
αποκαρδιώνω
απογοητεύω
3
Αντώνυμα
ενθαρρύνω
εμψυχώνω
ευχαριστώ
3
Ορισμός
Να προκαλέσω σε κάποιον αίσθημα απογοήτευσης ή αποθάρρυνσης.
Να μην ανταποκριθώ στις προσδοκίες κάποιου.
2
Παραδείγματα
Δεν θέλω να σε απογοητεύσω, αλλά δεν μπορώ να έρθω στο πάρτι.
Η απόδοσή του στο τεστ με απογοήτευσε πολύ.
2