Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποκοιμιέμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
αποκοιμάμαι
-
αποκοιμηθώ
)
Συνώνυμα
κοιμάμαι
αποκοιμάμαι
λαγκαάρω
3
Αντώνυμα
ξυπνάω
αφυπνίζομαι
2
Ορισμός
Ενεργώ το φυσικό φαινόμενο της ύπνωσης, όπου το σώμα και το μυαλό μπαίνουν σε κατάσταση ανάπαυσης.
Μεταβαίνω σε κατάσταση ύπνου, συνήθως τη νύχτα ή μετά από κούραση.
2
Παραδείγματα
Μόλις ακούμπησα το κεφάλι μου στο μαξιλάρι, αποκοιμήθηκα αμέσως.
Αφού δούλεψα όλη μέρα, αποκοιμήθηκα στον καναπέ.
2