1. Λέξη
    αποκοιμιέμαι (ρήμα) - (παρόμοια: αποκοιμάμαι - αποκοιμηθώ)
  2. Συνώνυμα
    • κοιμάμαι
    • αποκοιμάμαι
    • λαγκαάρω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ξυπνάω
    • αφυπνίζομαι
    2
  4. Ορισμός
    • Ενεργώ το φυσικό φαινόμενο της ύπνωσης, όπου το σώμα και το μυαλό μπαίνουν σε κατάσταση ανάπαυσης.
    • Μεταβαίνω σε κατάσταση ύπνου, συνήθως τη νύχτα ή μετά από κούραση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μόλις ακούμπησα το κεφάλι μου στο μαξιλάρι, αποκοιμήθηκα αμέσως.
    • Αφού δούλεψα όλη μέρα, αποκοιμήθηκα στον καναπέ.
    2