Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποχή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αποδοχή
-
αποχωρώ
)
Συνώνυμα
εγκράτεια
απέχεια
σωφροσύνη
3
Αντώνυμα
απληστία
υπερβολή
ακολασία
3
Ορισμός
Η πράξη της αποφυγής ή της αποχής από κάτι, ιδιαίτερα από την κατανάλωση αλκοόλ ή άλλων ουσιών.
Η κατάσταση του να μένεις μακριά από κάτι, συνήθως για ηθικούς ή θρησκευτικούς λόγους.
Η πρακτική του να μην συμμετέχεις σε μια συγκεκριμένη δραστηριότητα.
3
Παραδείγματα
Η αποχή από το αλκοόλ μπορεί να βελτιώσει την υγεία σου.
Οι μοναχοί ασκούν αποχή από τις υλικές απολαύσεις.
Η αποχή από τις εκλογές μπορεί να επηρεάσει το αποτέλεσμα.
3