1. Λέξη
    αποχή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αποδοχή - αποχωρώ)
  2. Συνώνυμα
    • εγκράτεια
    • απέχεια
    • σωφροσύνη
    3
  3. Αντώνυμα
    • απληστία
    • υπερβολή
    • ακολασία
    3
  4. Ορισμός
    • Η πράξη της αποφυγής ή της αποχής από κάτι, ιδιαίτερα από την κατανάλωση αλκοόλ ή άλλων ουσιών.
    • Η κατάσταση του να μένεις μακριά από κάτι, συνήθως για ηθικούς ή θρησκευτικούς λόγους.
    • Η πρακτική του να μην συμμετέχεις σε μια συγκεκριμένη δραστηριότητα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η αποχή από το αλκοόλ μπορεί να βελτιώσει την υγεία σου.
    • Οι μοναχοί ασκούν αποχή από τις υλικές απολαύσεις.
    • Η αποχή από τις εκλογές μπορεί να επηρεάσει το αποτέλεσμα.
    3