Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απόχρωση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
απόγνωση
)
Συνώνυμα
χροιά
αυχενίδα
χρώμα
τόνος
4
Αντώνυμα
αχρωματία
αδιαφορία
2
Ορισμός
Η ποιότητα του χρώματος που οφείλεται στη φύση του φωτός που ανακλάται ή εκπέμπεται από αυτό.
Η μικρή διαφορά που υπάρχει μεταξύ παρόμοιων πραγμάτων ή εννοιών.
Η ελαφριά απόκλιση από έναν καθορισμένο τόνο ή χρώμα.
3
Παραδείγματα
Η απόχρωση του μπλε στο πίσω μέρος του πίνακα είναι πιο ζωηρή.
Υπάρχει μια λεπτή απόχρωση διαφοράς στις απόψεις τους για το θέμα.
Οι απόχρωσεις του φθινοπώρου είναι πραγματικά μαγευτικές.
3