1. Λέξη
    αριστοκράτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αριστοκρατία - αριστοκρατικός)
  2. Συνώνυμα
    • ευγενής
    • επαίτης
    • μεγιστάνας
    3
  3. Αντώνυμα
    • λαϊκός
    • δημοκράτης
    • κοινός θνητός
    3
  4. Ορισμός
    • Μέλος της ανώτερης κοινωνικής τάξης, ιδιαίτερα αυτής που έχει κληρονομικούς τίτλους.
    • Πρόσωπο που ανήκει στην αριστοκρατία, δηλαδή στην ανώτερη κοινωνική τάξη.
    • Άτομο με εξαιρετικές ικανότητες ή ιδιότητες σε έναν συγκεκριμένο τομέα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο αριστοκράτης ζούσε σε ένα μεγάλο παλάτι και είχε πολλούς υπηρέτες.
    • Ο αριστοκράτης της ποίησης έγραψε αριστουργήματα που θα θυμούνται για αιώνες.
    • Παρά την καταγωγή του από αριστοκρατική οικογένεια, ήταν πολύ ταπεινός.
    3