Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αρμόζω (ρήμα) - (παρόμοια:
εφαρμόζω
-
προσαρμόζω
)
Συνώνυμα
ταιριάζω
προσαρμόζω
ταιριάζω
συμβαδίζω
4
Αντώνυμα
δεν ταιριάζω
αποκλίνω
δυσαρμονώ
3
Ορισμός
Είμαι κατάλληλος ή ταιριαστός για κάτι ή κάποιον.
Προσαρμόζομαι ή συνδυάζομαι με κάτι.
Συμφωνώ ή συμβαδίζω με κάτι.
3
Παραδείγματα
Αυτό το ρούχο αρμόζει τέλεια στην περίσταση.
Η συμπεριφορά του δεν αρμόζει σε έναν επαγγελματία.
Τα χρώματα αρμόζουν πολύ καλά μεταξύ τους.
3