Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αρρωστημένος (επίθετο) - (παρόμοια:
στημένος
-
ηττημένος
-
αρρωστήσω
)
Συνώνυμα
ασθενής
παραλυμένος
αδύναμος
3
Αντώνυμα
υγιής
δυνατός
γερός
3
Ορισμός
που πάσχει από κάποια ασθένεια ή διαταραχή της υγείας
που δείχνει έντονη κούραση ή εξάντληση
που χαρακτηρίζεται από αρρώστια ή ασθένεια
3
Παραδείγματα
Ο ασθενής ήταν πολύ αρρωστημένος και χρειαζόταν άμεση ιατρική περίθαλψη.
Μετά από τρεις μέρες πυρετό, ένιωθε πολύ αρρωστημένος και αδύναμος.
Το δωμάτιο είχε μια αρρωστημένη ατμόσφαιρα, σαν να μην είχε αερισμό για μέρες.
3