1. Λέξη
    αρρωστημένος (επίθετο) - (παρόμοια: στημένος - ηττημένος - αρρωστήσω)
  2. Συνώνυμα
    • ασθενής
    • παραλυμένος
    • αδύναμος
    3
  3. Αντώνυμα
    • υγιής
    • δυνατός
    • γερός
    3
  4. Ορισμός
    • που πάσχει από κάποια ασθένεια ή διαταραχή της υγείας
    • που δείχνει έντονη κούραση ή εξάντληση
    • που χαρακτηρίζεται από αρρώστια ή ασθένεια
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο ασθενής ήταν πολύ αρρωστημένος και χρειαζόταν άμεση ιατρική περίθαλψη.
    • Μετά από τρεις μέρες πυρετό, ένιωθε πολύ αρρωστημένος και αδύναμος.
    • Το δωμάτιο είχε μια αρρωστημένη ατμόσφαιρα, σαν να μην είχε αερισμό για μέρες.
    3