Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αρχαιολόγος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αρχαιολογία
-
βιολόγος
)
Συνώνυμα
ιστορικός
ερευνητής
μελετητής
3
Αντώνυμα
άσχετος
αδαής
2
Ορισμός
Επιστήμονας που μελετά το παρελθόν μέσω των υλικών καταλοίπων.
Ειδικός στην ανασκαφή και ανάλυση αρχαίων πολιτισμών.
2
Παραδείγματα
Ο αρχαιολόγος ανακάλυψε έναν αρχαίο ναό κατά τη διάρκεια των ανασκαφών.
Η αρχαιολόγος μελέτησε τα ευρήματα για να κατανοήσει καλύτερα τον αρχαίο πολιτισμό.
2