1. Λέξη
    αρχαιολόγος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αρχαιολογία - βιολόγος)
  2. Συνώνυμα
    • ιστορικός
    • ερευνητής
    • μελετητής
    3
  3. Αντώνυμα
    • άσχετος
    • αδαής
    2
  4. Ορισμός
    • Επιστήμονας που μελετά το παρελθόν μέσω των υλικών καταλοίπων.
    • Ειδικός στην ανασκαφή και ανάλυση αρχαίων πολιτισμών.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο αρχαιολόγος ανακάλυψε έναν αρχαίο ναό κατά τη διάρκεια των ανασκαφών.
    • Η αρχαιολόγος μελέτησε τα ευρήματα για να κατανοήσει καλύτερα τον αρχαίο πολιτισμό.
    2