Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αστεράκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αεράκι
)
Συνώνυμα
αστέρι
αστέρας
αστήρ
3
Αντώνυμα
σκοτάδι
σύνορο
2
Ορισμός
Μικρό αστέρι.
Σύμβολο σε μορφή αστεριού που χρησιμοποιείται σε γραπτό κείμενο.
Μικρή λάμψη ή φωτεινή κηλίδα.
3
Παραδείγματα
Το παιδί ζωγράφισε ένα αστεράκι στον ουρανό.
Χρησιμοποίησε ένα αστεράκι για να σημειώσει το σημαντικό σημείο στο κείμενο.
Στο σκοτάδι, φαινόταν ένα αστεράκι να λάμπει στο βάθος.
3