1. Λέξη
    αστεράκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αεράκι)
  2. Συνώνυμα
    • αστέρι
    • αστέρας
    • αστήρ
    3
  3. Αντώνυμα
    • σκοτάδι
    • σύνορο
    2
  4. Ορισμός
    • Μικρό αστέρι.
    • Σύμβολο σε μορφή αστεριού που χρησιμοποιείται σε γραπτό κείμενο.
    • Μικρή λάμψη ή φωτεινή κηλίδα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το παιδί ζωγράφισε ένα αστεράκι στον ουρανό.
    • Χρησιμοποίησε ένα αστεράκι για να σημειώσει το σημαντικό σημείο στο κείμενο.
    • Στο σκοτάδι, φαινόταν ένα αστεράκι να λάμπει στο βάθος.
    3