1. Λέξη
    άσφαλτος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: άσφαιρος)
  2. Συνώνυμα
    • πίσσα
    • τερέβινθος
    • ασφαλτόλιθος
    3
  3. Αντώνυμα
    • άμμος
    • χώμα
    • χώμα χωρίς άσφαλτο
    3
  4. Ορισμός
    • Μαύρη, κολλώδης ουσία που χρησιμοποιείται κυρίως για την επίστρωση δρόμων.
    • Φυσικό ή τεχνητό υλικό που προέρχεται από το πετρέλαιο και χρησιμοποιείται σε κατασκευές.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δήμος επισκεύασε τον δρόμο με νέα άσφαλτο.
    • Η άσφαλτος χρησιμοποιείται ευρέως στις κατασκευές δρόμων και στέγων.
    2