Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
άσφαλτος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
άσφαιρος
)
Συνώνυμα
πίσσα
τερέβινθος
ασφαλτόλιθος
3
Αντώνυμα
άμμος
χώμα
χώμα χωρίς άσφαλτο
3
Ορισμός
Μαύρη, κολλώδης ουσία που χρησιμοποιείται κυρίως για την επίστρωση δρόμων.
Φυσικό ή τεχνητό υλικό που προέρχεται από το πετρέλαιο και χρησιμοποιείται σε κατασκευές.
2
Παραδείγματα
Ο δήμος επισκεύασε τον δρόμο με νέα άσφαλτο.
Η άσφαλτος χρησιμοποιείται ευρέως στις κατασκευές δρόμων και στέγων.
2