Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αυτονομία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αστρονομία
-
αυτοκτονία
-
αυτοψία
-
στρατονομία
)
Συνώνυμα
ανεξαρτησία
ελευθερία
αυτοδιοίκηση
3
Αντώνυμα
εξάρτηση
υποταγή
εξουσία
3
Ορισμός
Η ικανότητα ενός ατόμου ή ομάδας να λειτουργεί ανεξάρτητα χωρίς εξωτερική επιρροή ή έλεγχο.
Το δικαίωμα ή η κατάσταση της αυτοδιοίκησης, ειδικά σε ένα κράτος ή περιοχή.
2
Παραδείγματα
Η περιοχή διεκδικούσε την αυτονομία της από την κεντρική κυβέρνηση.
Η αυτονομία του ατόμου είναι θεμελιώδες δικαίωμα σε μια δημοκρατική κοινωνία.
2