1. Λέξη
    αυτονομία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αστρονομία - αυτοκτονία - αυτοψία - στρατονομία)
  2. Συνώνυμα
    • ανεξαρτησία
    • ελευθερία
    • αυτοδιοίκηση
    3
  3. Αντώνυμα
    • εξάρτηση
    • υποταγή
    • εξουσία
    3
  4. Ορισμός
    • Η ικανότητα ενός ατόμου ή ομάδας να λειτουργεί ανεξάρτητα χωρίς εξωτερική επιρροή ή έλεγχο.
    • Το δικαίωμα ή η κατάσταση της αυτοδιοίκησης, ειδικά σε ένα κράτος ή περιοχή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η περιοχή διεκδικούσε την αυτονομία της από την κεντρική κυβέρνηση.
    • Η αυτονομία του ατόμου είναι θεμελιώδες δικαίωμα σε μια δημοκρατική κοινωνία.
    2