-
Λέξη
αφαίμαξη (ουσιαστικό)
-
Συνώνυμα
- αιμορραγία
- αιμάτωση
- απώλεια αίματος
3
-
Αντώνυμα
- συγκράτηση αίματος
- αιμοστασία
2
-
Ορισμός
- Η διαδικασία ή το αποτέλεσμα της απώλειας αίματος από το σώμα.
- Μεταφορικά, η μεγάλη απώλεια σε πόρους ή ανθρώπινες ζωές.
2
-
Παραδείγματα
- Η αφαίμαξη από το τραύμα ήταν τόσο σοβαρή που χρειάστηκε μεταγγισμό.
- Ο πόλεμος προκάλεσε μεγάλη αφαίμαξη στον πληθυσμό της χώρας.
2