1. Λέξη
    αχούρι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αγγούρι)
  2. Συνώνυμα
    • σκουπίδι
    • απορρίμματα
    • σκατά
    3
  3. Αντώνυμα
    • καθαρότητα
    • τακτοποίηση
    2
  4. Ορισμός
    • Απορρίμματα ή σκουπίδια που απορρίπτονται ως άχρηστα.
    • Κάτι που θεωρείται ασήμαντο ή άχρηστο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δρόμος ήταν γεμάτος αχούρι μετά τη διαδήλωση.
    • Μην ασχολείσαι με τέτοιο αχούρι, δεν αξίζει τον χρόνο σου.
    2