Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αχούρι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αγγούρι
)
Συνώνυμα
σκουπίδι
απορρίμματα
σκατά
3
Αντώνυμα
καθαρότητα
τακτοποίηση
2
Ορισμός
Απορρίμματα ή σκουπίδια που απορρίπτονται ως άχρηστα.
Κάτι που θεωρείται ασήμαντο ή άχρηστο.
2
Παραδείγματα
Ο δρόμος ήταν γεμάτος αχούρι μετά τη διαδήλωση.
Μην ασχολείσαι με τέτοιο αχούρι, δεν αξίζει τον χρόνο σου.
2