1. Λέξη
    βάζο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: βάζω)
  2. Συνώνυμα
    • δοχείο
    • ανθοδοχείο
    • γυάλινο δοχείο
    3
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Ένα δοχείο, συνήθως από γυαλί, κεραμικό ή μέταλλο, που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση λουλουδιών ή άλλων διακοσμητικών αντικειμένων.
    1
  5. Παραδείγματα
    • Η μητέρα μου έβαλε τα τριαντάφυλλα στο κρύσταλλο βάζο.
    • Στο τραπέζι υπήρχε ένα μεγάλο βάζο γεμάτο με λουλούδια.
    2