Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βάζο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
βάζω
)
Συνώνυμα
δοχείο
ανθοδοχείο
γυάλινο δοχείο
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Ένα δοχείο, συνήθως από γυαλί, κεραμικό ή μέταλλο, που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση λουλουδιών ή άλλων διακοσμητικών αντικειμένων.
1
Παραδείγματα
Η μητέρα μου έβαλε τα τριαντάφυλλα στο κρύσταλλο βάζο.
Στο τραπέζι υπήρχε ένα μεγάλο βάζο γεμάτο με λουλούδια.
2