Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βέλος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
Βέλγος
-
έλος
)
Συνώνυμα
βλήμα
οβίδα
βόλι
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μικρό μεταλλικό αντικείμενο που εκτοξεύεται με τόξο για να χτυπήσει έναν στόχο.
Σύμβολο ή σχήμα που χρησιμοποιείται για να δείξει κατεύθυνση.
2
Παραδείγματα
Ο τοξότης έριξε το βέλος και χτύπησε ακριβώς στο κέντρο του στόχου.
Το βέλος στο χάρτη δείχνει προς τα βόρεια.
2