1. Λέξη
    βέλος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: Βέλγος - έλος)
  2. Συνώνυμα
    • βλήμα
    • οβίδα
    • βόλι
    3
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Μικρό μεταλλικό αντικείμενο που εκτοξεύεται με τόξο για να χτυπήσει έναν στόχο.
    • Σύμβολο ή σχήμα που χρησιμοποιείται για να δείξει κατεύθυνση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο τοξότης έριξε το βέλος και χτύπησε ακριβώς στο κέντρο του στόχου.
    • Το βέλος στο χάρτη δείχνει προς τα βόρεια.
    2