Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βαραίνω (ρήμα) - (παρόμοια:
βαίνω
-
βγαίνω
)
Συνώνυμα
βαρύνω
επιβαρύνω
φορτώνω
3
Αντώνυμα
ελαφρύνω
ανακουφίζω
ξεφορτώνω
3
Ορισμός
Κάνω κάτι να γίνει βαρύτερο σε βάρος.
Προκαλώ ψυχολογική ή συναισθηματική πίεση σε κάποιον.
Επιβαρύνω οικονομικά ή διοικητικά.
3
Παραδείγματα
Η βροχή βαραίνει τα κλαδιά των δέντρων.
Οι ανησυχίες βαραίνουν τη σκέψη του.
Οι νέοι φόροι βαραίνουν τους πολίτες.
3