1. Λέξη
    βαραίνω (ρήμα) - (παρόμοια: βαίνω - βγαίνω)
  2. Συνώνυμα
    • βαρύνω
    • επιβαρύνω
    • φορτώνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ελαφρύνω
    • ανακουφίζω
    • ξεφορτώνω
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάτι να γίνει βαρύτερο σε βάρος.
    • Προκαλώ ψυχολογική ή συναισθηματική πίεση σε κάποιον.
    • Επιβαρύνω οικονομικά ή διοικητικά.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η βροχή βαραίνει τα κλαδιά των δέντρων.
    • Οι ανησυχίες βαραίνουν τη σκέψη του.
    • Οι νέοι φόροι βαραίνουν τους πολίτες.
    3